Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Κάλεβαλα: μια αληθινή μετάφραση

Ι. Μνηστήρες της Σάριόλα

Στην κόρη πάει ο Βάϊναμοϊνεν να δείξει τα προικιά του
πώς τραγουδιέται ο "Διγενής", πώς κυνηγιέται η πάπια
Μα κείνη φόραγε see-through και του 'πεσε η λύρα
Απο τη θήκη τους γκρεμίστηκαν τα κοφτερά τα βέλη
Κι από το χέρι του έπεσε και το μακρύ κοντάρι
"Γερο-μουζίκε", του αποκρίθηκε, "καμιά δε θα σε πάρει,
'τι 'σαι λυσσάρης εραστής, κι οι πάπιες σου ξεφεύγουν
κι αν το τραγούδι σου καλό, το "Λόχενγκριν" δε το 'χεις".*
Από τη θέση του πετάχτηκε ο Σιδερο-μουτζούρης
ο Ίλμαρινεν πήρε σειρά, σε γάμο τη ζητάει
Στη Σάριολα να δείξει πώς φτιάχνεται το Σάμπο
Με το σφυρί κοπάναγε και τον τροχό γυρνούσε
και ξέρναγε το Σάμπο του, και βγαίναν τα χρυσάφια
Μα κείνη χασμουριότανε, και ζήταγε διαμάντια
"Αλί, αλί και Πέρκελε, μωρή βρωμο-Σαριόλα,
Το Σάμπο δε το έφτιαξα παντόφλα για να τρώω"
Κι έτσι τη διαολόστειλε, το Σάμπο το μαζεύει
Στην ψεύτικη γυναίκα του εγύρισε και πάλι.
Τοτ' έτσι εμφανίστηκε ο ξακουστός ο Λέμμυ
Που 'χε του Χέντριξ την πενιά και του Λεπρού τη μούρη**
Στα πόδια της εξάπλωσε τον Άσσο τον Μπαστούνι
Και την κιθάρα του έπαιξε, και το τρανό μουστάκι
την άφησε να χάσκει, κρέμεται το σαγόνι.
Κάθε του νότα οργασμός, κάθε ελιά και φρίκη.
"Πανάσχημε μουστακαλή, το χέρι μου σου δίνω
Δε θέλω Σάμπο, θησαυρούς, δε θέλω τα χρυσάφια,
Ούτε το γέρο-Βάϊναμοϊνεν που κλαίεται στη γωνία***
Παντρέψου με στην εκκλησιά, και με παππά τον Όζζυ,
Κι αν μοιάζεις με εξάμβλωμα, σακκούλα σου φοράω"

* (κι αν το τραγούδι σου καλό, δεν είσαι Παβαρόττι)
** (Που 'χε του Χέντριξ την πενιά κι απ' Το Νησί τον φέραν)
*** (Ούτε το γέρο-Βάϊναμοϊνεν που κλαίει σε μια γωνίτσα)

ΙΙ. Βάϊναμοϊνεν & Κούλερβο

Γυρνά ο Βάϊναμοϊνεν από τη μακρινή τη χώρα
Κι από τη λίμνη σαν περνά, τον Κούλερβο σαν είδε
Από μακρυά τον χαιρετά κι από κοντά του λέει
"Καλά, μαλάκα, Κούλερβο, δε ντρέπεσαι λιγάκι;
60 χρόνια ορφανός, φτύσε πια την πιπίλα
Άσε τη λούτρινη αλεπού, δώστη στην ανηψιά σου
Σε βλέπουνε στην παιδική χαρά, τρομάζουν οι γιαγιάδες.
Κι εγώ ό,τι κάνω πάει στραβά, να, βλέπεις, τις προάλλες,
Εκίνησα για το Βορρά, τη μακρινή Ποχγιάλα
Σε γάμο να ζητήσω την όμορφη Σαριόλα
Της Λόουχι κόρην έμορφη, τα πόδια της δυο μέτρα.
Κι ένα τραγούδι νυφικό γι' αυτήναν είχα γράψει
Να της το πω σαν τηνε δω, να της το τραγουδήσω
Μα 'κείνη φόραγε see through κι έχασα τη λαλιά μου
Κι αντί για Νέσουν Ντόρμα, ούτε να κακαρίσω!
Έτσι την πάτησα εγώ, ο μέγας τροβαδούρος,
Μα σαν και σένα, Κούλερβο, άλλον δεν ματαείδα!
Σαράντα χρόνια φούρναρης, με φούρνο FISHER-PRICE
Κι αν πέθανε η μάνα σου, περάσαν χίλια χρόνια
Κι αν πέθανε ο πατέρας σου, περάσαν δυο αιώνες
Σταμάτα πια να κλαίγεσαι, ασπρίσαν τα μαλλιά σου
Όσα σου μείναν δηλαδή, γιατί 'σαι και καράφλας.
Πέτα την κουδουνίστρα σου, πέτα το μπιμπερό σου
Και τράβα στον Ιλμάρινεν, να βρεις δουλειά μουτζούρη”
Αυτά είπε ο Βάϊναμοϊνεν και του καλοξηγιέται
«Δεν έχεις λάθος Γέροντα, καλά τα συλλογιέσαι
και τα ‘πες και τραγουδιστά τα πάνσοφα σου λόγια.
Πάρε τη λούτρινη αλεπού, πάρε την πυτζαμούλα
Πάρε το Στρουμφοσέντονο και τα μπαλοζωάκια
Δωσ’τα  σε κάνα ορφανό που δεν έχει γεράσει
Κι άσε το φτωχο-Κούλερβο να παίξει με το κύμα»
Πήρε τη λούτρινη αλεπού, πήρε την πυτζαμούλα
Πήρε το Στρουμφοσέντονο και τα μπαλοζωάκια
Και σαν εχάθη ο Βάϊναμοϊνεν, ο πολυπαινεμένος,
Βγάζει ο Κούλερβο ένα Γκλόκ, τινάζει τα μυαλά του.