Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Ο Χρόνος και ο Θάνατος

(κάτι σαν απόπειρα Ντάνσανυ-σμού με ολίγη επιρροή από τον Κύριο του Φωτός. Θεωρητικά σοβαρό)

Λέγεται πως κάποτε ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στους θεούς - κανείς δε θυμάται πια τους λόγους της σύρραξης, αλλά οι στρατοί των θεών συναντήθηκαν σε μια κοιλάδα έτοιμοι για μάχη. Σάλπισαν τις σάλπιγγες, ανέμισαν τις σημαίες τους και όρμησαν ο ένας στον άλλο, κάνοντας όλο τον κόσμο να τρέμει. Όπως όμως σε όλους τους θρύλους, οι δύο αντίπαλες δυνάμεις αποδείχτηκαν ισοδύναμες και έτσι στο τέλος όλοι οι θεοί κείτονταν νεκροί στα βράχια και το χιόνι, εκτός από δύο. Ο θεός του Χρόνου και η θεά του Θανάτου στέκονταν ακόμα όρθιοι, με το μίσος τους να καίει βαθύ και απόλυτο. Γιατί λένε αυτοί που ξέρουν (και από που το ξέρουν δε μπορώ να πω) πως αυτοί οι δύο ήταν στην αρχή του κόσμου ερωτευμένοι, αλλά η Τίποτα (έτσι έλεγαν τότε τη θεά του θανάτου) έπαιρνε τα ζωντανά όντα πριν ο Πάντοτε (έτσι έλεγαν τότε τον θεό του χρόνου) ολοκληρώσει το έργο του, για το οποίο ήταν πολύ περήφανος, πάνω τους, ενώ με τη σειρά του ο ίδιος χάριζε σε κάποια άλλα όντα χρόνια που δεν άξιζαν, εμποδίζοντας τη δουλειά της αγαπημένης του. Και επειδή οι θεοί ήταν από τότε εγωιστές, περήφανοι και ανένδοτοι, η αγάπη τους γρήγορα μετατράπηκε σε άσβεστο μίσος.
Στάθηκαν λοιπόν ο ένας απέναντι στον άλλο και είπε η Τίποτα: "Στ΄αλήθεια ήρθε η ώρα να παραδεχτείς πως ο Θάνατος είναι η ύψιστη δύναμη. Κοίτα γύρω σου πως οι θεοί είναι νεκροί - ο βασιλιάς του Κεραυνού, η μεγάλη Μητέρα και ο σοφός των Ουρανών. Τίποτα και κανείς, ούτε καν οι σπουδαιότεροι ανάμεσα στους θεούς δεν ξεφεύγουν από το μαύρο κενό που είναι το Τέλος". Ο Πάντοτε έριξε μια ματιά στο πεδίο της μάχης και αναστέναξε. "Ο Θάνατος δεν είναι παρά ένα όργανο του Χρόνου. Αν οι θεοί ζούσαν ακόμα κι η δικιά σου δύναμη εξαφανιζόταν, ο Χρόνος θα τους νικούσε. Υπομονετικά, αργά αλλά σίγουρα, όπως τα βουνά που ισοπεδώνω σε σκόνη, όλοι θα υποτάσσονταν σε μένα και τα ονόματα τους θα χάνονταν στην αιωνιότητα, ενώ εγώ θα συνέχιζα να χτίζω και να γκρεμίζω κόσμους. Γιατί εγώ είμαι η Δημιουργία και η Καταστροφή, ο μόνος θεός του σύμπαντος. Και ακόμα και ο θάνατος λυγίζει κάτω από το βάρος του άχρονου χρόνου". Με αυτά τα λόγια άπλωσε το χέρι και χάραξε ένα αρχαίο σύμβολο στον αέρα και ένας ωκεανός από αιώνες ξεχύθηκε από μέσα του ενάντια στον Θάνατο. Η Τίποτα κάρφωσε τα μάτια της σε αυτά του Πάντοτε και το άδειο, απύθμενο πηγάδι του βλέμματος της τον καθήλωσε στη θέση του καθώς προσπαθούσε να αντισταθεί στα κύματα που έσκαγαν πάνω της και να τον πλησιάσει. Όμως κόντρα σε αυτό το ρεύμα δε μπορούσε να κάνει ούτε βήμα.
Έτσι ο Πάντοτε και η Τίποτα έμειναν κολλημένοι, ακίνητοι, εκεί, στην κοιλάδα όπου πέθαναν όλοι οι άλλοι θεοί. Και οι σοφοί λένε πως ζουν και μάχονται ακόμα σε αυτή την ιδιότυπη μεταξύ τους μονομαχία, γι' αυτό και οι άνθρωποι τους θυμούνται ακόμα ενώ τα ονόματα της μεγάλης Μητέρας και του βασιλιά του Κεραυνού έχουν χαθεί από τη μνήμη. Λένε ακόμα πως είναι οι μόνοι θεοί του κόσμου και πως μια φορά στα χίλια χρόνια (ή και παραπάνω) η Τίποτα καταφέρνει να κάνει ένα πολύ μικρό βήμα και να πλησιάσει τον Πάντοτε. Πολλοί πιστεύουν πως μια μέρα θα τον φτάσει και, κοιτάζοντας τον ακόμα στα μάτια για να μην κατορθώσει να ξεφύγει, θα καρφώσει το μαύρο της μαχαίρι στην καρδιά του, σηματοδοτώντας το τέλος του κόσμου. Άλλοι, πιο λίγοι, τους οποίους οι πρώτοι θεωρούν αιρετικούς, ισχυρίζονται πως ο Θάνατος, πριν προλάβει να φτάσει το σημείο που στέκεται ο παλιός αγαπημένος της, θα λυγίσει υπό το βάρος της αιωνιότητας και θα πέσει, σκορπίζοντας στον άνεμο. Και λένε αυτοί που υποστηρίζουν αυτή τη θεωρία, πως ο Χρόνος από τις τύψεις του θα ξεχάσει τους ανθρώπους και αυτοί θα πάψουν να αποτελούν τον καμβά του.
Και υπάρχουν και κάποιοι ακόμα λιγότεροι που γελάνε με τους άλλους δύο και λένε πως οι άνθρωποι εξακολουθούν να γερνάνε και να πεθαίνουν όπως έκαναν πάντα, και πως οι ίδιοι οι θεοί μέσα στην αλαζονεία τους ξέχασαν πως δεν είναι ο Χρόνος και ο Θάνατος, αλλά μόνο ο Πάντοτε και η Τίποτα. Αν τους ρωτήσεις τι εννοούν σου συνιστούν να σταθείς στα βουνά μία βροχερή χειμωνιάτικη νύχτα - σίγουρα θα δεις τις αστραπές να φωτίζουν τις κορυφές και να φωνάζουν με βροντές, ψάχνοντας να βρουν τον βασιλιά του Κεραυνού, μη γνωρίζοντας πως είναι νεκρός τόσα χρόνια.

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

Πρόλογοεπίλογος και κεφάλαιο 0.5, αναθεωρημένα και με αποφασισμένη μέσω πυξίδας πευκοβελόνων κατεύθυνση

(μετά από πολύ καιρό αποφάσισα να ξαναπιάσω το Primum Opus μου - ή Opus Primum για τους φαν-ρομπότ)
--------------



"Ε, λοιπόν, να κάτι που δε βλέπεις κάθε μέρα", σκέφτηκε εντυπωσιασμένος ο κύριος Γουρούνης. Αφού λοιπόν έμεινε έκπληκτος από την ομολογουμένως αφύσικη αντίδραση του, πέρασε το υπόλοιπο ενάμιση περίπου δευτερόλεπτο ζωής που του απέμενε προσπαθώντας να θυμηθεί ποιός στο διάολο του είχε κολλήσει το ανόητο αυτό παρατσούκλι, και γιατί. Πρόλαβε μάλιστα να αναλογιστεί πως μάλλον δεν έχει και τόση σημα.... πριν γίνει ένα από τα πρώτα θύματα του πολέμου.



-------------

-Θα σε πείραζε να μην κοιτάς τα βυζιά μου;
-...χμ;
-Λέω, κοιτάς τα βυζιά μου εδώ και μισό λεπτό.
-Μμ, όχι, με συγχωρείς, όχι, στην πραγματικότητα κοιτούσα πέρα από σένα, στο άδειο και αβέβαιο μέλλον μου.
Η πωλήτρια έμεινε σιωπηλή. Η έκφραση της δεν ήταν ιδιαίτερα συμπονετική. Ίσως επειδή το βλέμμα του έμενε εστιασμένο στο ίδιο σημείο.
-Εε, ορίστε. Κράτα τα ρέστα.

Το μέλλον είχε αποδειχτεί εξαιρετικά αβέβαιο, ίσως και άδειο κατά μία έννοια, αλλά σίγουρα ήταν γεμάτο εκπλήξεις. Οι περισσότεροι θα τις χαρακτήριζαν δυσάρεστες, όμως οι περισσότεροι δεν ήταν πια σε θέση να εκφέρουν γνώμη. "Στο κάτω κάτω, το τέλος του κόσμου είναι μια ευκαιρία για μια καινούρια αρχή", συλλογίστηκε πριν αντιληφθεί πως αυτή η σκέψη ήταν ελαφρώς ηλίθια. Προς στιγμήν αναρωτήθηκε αν η πωλήτρια με τα μεγάλα βυζιά είχε επιβιώσει. Μια φωνή τον έβγαλε από τις σκέψεις του:
"Ουφ, κάθε μέρα τα ίδια σκατά βλέπουμε."

-------------
κεφάλαιο 0.5


Δίπλα στο δρόμο βρισκόταν ένα μισοφαγωμένο πτώμα. Άντρας, απροσδιόριστης ηλικίας. Έμοιαζε λίγο με τον Έζρα Πάουντ.
"Σατράπη, είναι η σειρά σου να ψάξεις τις τσέπες του πεθαμένου". Του πήρε λίγη ώρα να καταλάβει πως η Θεά του Βουνού μιλούσε σ' αυτόν. Φυσικά δεν την λέγανε Θεά του Βουνού περισσότερο απ' ό,τι το δικό του όνομα ήταν Σατράπης. Είχαν αποφασίσει πως δεν υπήρχε ιδιαίτερος λόγος να κρατήσουν τα παλιά τους ονόματα και είχαν διαλέξει καινούρια. Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, του άρεσε η λέξη Σατράπης. Του είχε φανεί πάντως πιο έξυπνη η δική του ιδέα από της Θεάς. Δε της το είχε πει βέβαια. Έμοιαζε το είδος της γυναίκας που μπορούσε να τον δείρει. Ο τρίτος τύπος που ήταν μαζί τους δεν είχε εκδηλώσει κανένα ενδιαφέρον ή προτίμηση και τον βάφτισαν μόνοι τους Σταλλόνε. Με το στρατιωτικό παντελόνι, το αμάνικο και το ανέκφραστο ράθυμο βλέμμα έμοιαζε λογικό.

Πλησίασε το πτώμα του Έζρα και το σκούντηξε λίγο με τη Λόγχη της Δίκης. Φυσικά δεν ήξερε κανείς άλλος πως έτσι αποκαλούσε τον σκουριασμένο σωλήνα με το σουγιά που είχε δέσει στην άκρη. Μάλλον θα τον άρχιζαν στις κλωτσιές αν τους το 'λεγε.
Ο νεκρός ήταν νεκρός. Δεν είχε τύχει ποτέ να διαμαρτυρηθούν για τα σκουντήγματα αλλά δεν ξέρεις ποτέ. Στις τσέπες του είχε μόνο ένα βιβλίο με ποιήματα. "Φέρε κρασί". Δεν ήταν του Πάουντ. Ελάχιστα χρήσιμο.

Γύρισε πίσω. "Τζίφος", ανήγγειλε. Η αλήθεια είναι ότι δεν έβρισκαν συχνά κάτι χρήσιμο στα πτώματα. Τα περισσότερα είχαν περιέλθει στην ενοχλητική κατάσταση της νεκροσύνης επειδή κάποιος είχε ληστέψει τους πρότερους κατοίκους τους. Όσες κοινότητες είχαν απομείνει ανέπαφες είχαν επιστρέψει στο στάδιο της πόλης-κράτους, και ήταν έτοιμες να συμπεριφερθούν σαν αφιλόξενοι γεροκτηματίες σε τυχόντες επισκέπτες, οπότε τις περισσότερες φορές ήταν προτιμότερο να μένουν μακρυά. Το να πέσουν σε ληστές θα ήταν καθαρή ατυχία (ίσως σε μια επόμενη ζωή να αποδειχτείς λιγότερο γρουσούζης, Έζρα), και η ομάδα τους πρέπει να έμοιαζε δύσκολος στόχος - αν και όχι λόγω της Λόγχης.
Είχε αρχίσει να βραδιάζει. Απομακρύνθηκαν από τον κάποτε αυτοκινητόδρομο και κατασκήνωσαν στη μέση μιας έκτασης που ίσως είχε υπάρξει χωράφι. Μια αγελάδα μασουλούσε χαρωπά αγριόχορτα λίγο μακρύτερα. Ο κίνδυνος το κρέας τους να είναι μολυσμένο με ποιός-ξέρει-τι είχε οδηγήσει τα συμπαθή βοοειδή σε μία ημιελεύθερη κατάσταση. Ευτυχώς για τους περιπλανώμενους ταξιδιώτες η πρόοδος που είχε γίνει στον αντιβιολογικό πόλεμο ήταν σχεδόν το ίδιο γρήγορη με την ανάπτυξη όπλων και τα απομεινάρια της ήταν ο καλύτερος φίλος του όποιου επιζήσαντα. Ο Σταλλόνε άπλωσε το χέρι στο σακίδιο και έβγαλε μία κατσικότα έτοιμη για ψήσιμο. Την έριξε στη φωτιά που είχε ανάψει η Θεά του Βουνού φροντίζοντας να φυλάξει τα μικρά, λεπτά κέρατα της που χρησίμευαν σαν οδοντογλυφίδες, πηρούνια, ή στη δική του περίπτωση, βλήμματα για την αυτοσχέδια βαλλίστρα του. Ο Σατράπης ήθελε να πιστεύει πως κάποτε ο Σταλλόνε ήταν κλόουν και η μουρτζούφλα που έβγαζε με κάθε κίνηση και βλέμμα ήταν αποτέλεσμα των κακουχιών, αλλά η αλήθεια ήταν πως, όπως συχνά πυκνά αναγνώριζε και ο ίδιος, δε γνώριζε πολλά.
"Αύριο θα πάμε βόρεια", ανακοίνωσε χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από τη φωτιά ο υποθετικός πρώην κλόουν. Αν υπήρχε κάποιος λόγος γι' αυτό δεν τους το είπε και αφού δεν ρώτησε η Θεά, ο Σατράπης προτίμησε να κουνήσει συγκαταβατικά το κεφάλι.

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

Το πόδι της μαϊμούς του Μπόρχες.

Ποτέ δεν ξέρω τι να γράψω σ' αυτό το μπλογκ. Τουλάχιστον μετά την πρώτη πρόταση τα περισσότερα είναι αυτοσχεδιασμοί. Κάπως έτσι καταλήγεις να γράφεις αναλύσεις περί του τι συμβαίνει όταν μπλέκεις με τα των θεών των Σιχαμέκων, και ιστορίες για γκλορμπίλλες και διαστημικές παναγίες. Γράφοντας έρχεται η έμπνευση (ναι, εντάξει, λέμε), σε αντίθεση με την όρεξη, που δεν έρχεται όσο τρως, κι ας μου έλεγε το αντίθετο ο Ντόναλντ σε ένα Μικυμάου. Από τότε, αναγνωρίζοντας την βλακεία της παροιμίας, έπαψα να ακούω ζωγραφιστές πάπιες.
Κι αν όταν δεν έχεις να γράψεις για γκλορμπίλλες η χρησιμότητα του μπλογκ είναι να παριστάνει κάποιου είδους κυβερνοlog (μάλλον ακριβώς), εγώ θα παραμείνω μυστικοπαθής, σιβυλλικός και μπουρδοκρώζων.
Η παγκόσμια εσωτεριστική αναζήτηση της πόλης των Καισάρων (πιο σικ απ' το κλισέ Ελ Ντοράντο), συνεχίζεται, με τα εμπόδια να συσσωρεύονται. Οι γκλορμπίλλες το 'σκασαν κι άντε να κουβαλήσεις τον αστρολάβο, σκοντάφτεις στα κόκκαλα του Πέρσυ Φώσετ, και το κυριότερο, ο ιθαγενής οδηγός μιλάει μόνο σιχαμέκικα και έχει την τάση να εξαφανίζεται για μεγάλα διαστήματα. Βέβαια ίσως είναι εξίσου σημαντικό πως η πόλη των Καισάρων δεν υπάρχει, αλλά οι εσωτερι(στι;)κές αναζητήσεις αγνοούν τέτοιες βλακώδεις λεπτομέρειες.
Για όποιον αναρωτιέται, η προηγούμενη παράγραφος είχε σαφές (σε μένα) νόημα (περίπου), αλλά αυτό κρύβεται στα βάθη του ναού του Κθούγκα, ο οποίος (προφανώς) προκάλεσε την καταστροφή της Ζ (άλλαξα χαμένη πόλη γιατί μη εισάγοντας τα αρχικά Π.τ.Κ. η επανάληψη ήταν κουραστικότατη).
Και μάλλον καλύτερα την επόμενη φορά να κάτσω στους γκουγκουλέδες μου και να ασχοληθώ με τον Σατράπη και τη Θεά του Βουνού, γιατί ο σουρρεαλισμός τείνει να απαιτεί credentials προτού ληφθεί σοβαρά υπ' όψιν.